Back to top
Γενικοί Επενδυτικοί Κίνδυνοι
HellasFin

Οι κίνδυνοι αυτοί χαρακτηρίζονται ως γενικοί γιατί είναι σύμφυτοι του τρόπου λειτουργίας της κεφαλαιαγοράς και, εν γένει, του χρηματοοικονομικού συστήματος, αναφύονται δε υπό περιστάσεις που δεν µμπορεί κανείς να προβλέψει ή να αποκλείσει. Συνδέονται µε τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος εν γένει, των πιστωτικών ιδρυμάτων, των ΕΠΕΥ και των εκδοτών, που εκδίδουν χρηματοπιστωτικά μέσα, τα οποία αποτελούν αντικείμενο της επένδυσης, συνιστούν δε παραμέτρους που επηρεάζουν ένα ή περισσότερα από αυτά τα μεγέθη, η μεταβολή των οποίων επηρεάζει την αξία μιας επένδυσης. Διεθνείς οργανισµοί, οι κεντρικές τράπεζες και πολλοί άλλοι φορείς καταβάλλουν σηµαντικές και συστηµατικές προσπάθειες για τη θωράκιση του χρηµατοπιστωτικού συστήµατος και των αγορών και την προστασία τους από την επέλευση τέτοιων κινδύνων. Πλην όµως, παρά τις προσπάθειες αυτές, δεν αποκλείεται η επέλευσή τους, η οποία µπορεί να έχει τόσο γενικό, όσο και ειδικό χαρακτήρα, συνδεόµενη δηλαδή µε συγκεκριµένα χρηµατοπιστωτικά µέσα ή µε ορισµένους χρηµατοπιστωτικούς φορείς. Η παράθεση των κινδύνων που ακολουθεί είναι ενδεικτική και γίνεται για να διευκολύνει την κατανόηση του τρόπου λειτουργίας της κεφαλαιαγοράς και των γενικότερων παραγόντων, που επηρεάζουν την αξία και τιμή μιας επένδυσης.

1. Συστημικός κίνδυνος (systemic risk)
Η αδυναμία του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος να εκπληρώσει ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του δύναται να προκαλέσει την αδυναμία άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (συµπεριλαµβανοµένου των ΕΠΕΥ) ή επιχειρήσεων να εκπληρώσουν της δικές της υποχρεώσεις, όταν αυτές καταστούν ληξιπρόθεσμες. Δημιουργείται έτσι κίνδυνος αλυσιδωτών αντιδράσεων (domino effect) λόγω μετάδοσης της αφερεγγυότητας, ιδίως στο πλαίσιο λειτουργίας των συστημάτων πληρωμών και εκκαθάρισης συναλλαγών επί τίτλων, σε σειρά χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Η δραστηριοποίηση οποιασδήποτε ΕΠΕΥ στον χρηματοπιστωτικό τομέα την εκθέτει, επομένως, στον συστημικό κίνδυνο, ο οποίος, αν επέλθει, μπορεί να αντανακλά και τους πελάτες της.

2. Πολιτικός κίνδυνος (political risk)
Οι διεθνείς εξελίξεις σε πολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο επηρεάζουν την πορεία των χρηματαγορών και κεφαλαιαγορών. Πολιτικές εξελίξεις σε ορισμένη χώρα μπορούν (π.χ. πολιτική ανωμαλία, εκλογή κυβέρνησης και ειδικότερες κυβερνητικές επιλογές σε νευραλγικούς τομείς της κοινωνικής και οικονομικής ζωής), επομένως, να επηρεάσουν την τιμή των χρηματοπιστωτικών μέσων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στη χώρα αυτή ή των επιχειρήσεων που εδρεύουν ή δραστηριοποιούνται εκεί.

3. Κίνδυνος πληθωρισμού (inflation risk)
Η πορεία του Γενικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή επηρεάζει την πραγματική αξία του επενδυόμενου κεφαλαίου και των προσδοκώμενων αποδόσεων.

4. Συναλλαγματικός κίνδυνος (foreign exchange risk)
Μεταβολές στις συναλλαγματικές ισοτιμίες επηρεάζουν την αξία μιας επένδυσης που γίνεται σε νόμισμα διαφορετικό από το βασικό νόμισμα του επενδυτή, αλλά και τις υποχρεώσεις ή απαιτήσεις των επιχειρήσεων.

5. Κίνδυνος επιτοκίου (interest rate risk)
Η εξέλιξη των επιτοκίων ενδέχεται να επιδράσει στην τιμή διαπραγμάτευσης ορισμένων χρηματοπιστωτικών μέσων, όπως τα ομόλογα που έχουν υποκείμενη αξία επηρεαζόμενη από τις μεταβολές αυτές.

6. Πιστωτικός κίνδυνος (credit risk)
Συνίσταται στην πιθανότητα επέλευσης ζημίας και κατά συνεπεία αδυναμίας εκπλήρωσης συμβατικών υποχρεώσεων συμβαλλομένου. Η επίδραση του πιστωτικού κινδύνου είναι πολλαπλή: Μπορεί να αφορά εκδότη - και κατά συνέπεια τα χρηματοπιστωτικά του μέσα -πιστωτικό ίδρυμα ή ΕΠΕΥ - και, κατά  συνέπεια, να πλήξει τη φερεγγυότητά του - κλπ.

7. Κίνδυνος αγοράς (market risk)
Συνίσταται στον κίνδυνο μείωσης της αξίας ενός χρηματοπιστωτικού μέσου λόγω μεταβολών στην αγορά. Κατ’ επέκταση, αποτελεί τον κίνδυνο των οικονομικών δραστηριοτήτων που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα µε την εκάστοτε αγορά. Οι τέσσερις συνηθέστεροι παράγοντες κινδύνου της αγοράς είναι οι εξής:

     • Κίνδυνος μετοχών, ήτοι ο κίνδυνος να μεταβληθούν οι τιμές των μετοχών συνεπεία διαφόρων παραγόντων, γεγονός που μπορεί να επηρεάζει την εκπλήρωση υποχρεώσεων των χρηματοπιστωτικών φορέων.

     • Κίνδυνος επιτοκίου
     • Συναλλαγματικός κίνδυνος, δηλαδή ο κίνδυνος μεταβολής των συναλλαγματικών ισοτιμιών

     • Κίνδυνος εμπορευμάτων, που αφορά τον κίνδυνο μεταβολής των τιμών των εμπορευμάτων, όπως των μετάλλων ή του σίτου.

Η μεταβολή δεικτών μετοχών ή άλλων δεικτών αποτελεί επίσης παράγοντα που λαμβάνεται υπόψη κατά την αξιολόγηση του κινδύνου αγοράς. Εφίσταται η προσοχή του Πελάτη στο γεγονός ότι οι παραπάνω παράγοντες κινδύνου της αγοράς είναι εντονότεροι στις επονομαζόμενες «αναδυόμενες» αγορές (όπως αυτές ορίζονται, ενδεικτικά: Τουρκία, Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Πολωνία, Τσεχία, Σιγκαπούρη, Ινδονησία, Μαλαισία, Ταϊλάνδη) σε σχέση µε τις επονομαζόμενες «ανεπτυγμένες» αγορές (όπως αυτές ορίζονται, ενδεικτικά: Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία, Αυστρία, Σουηδία, Ιαπωνία, Ελβετία, Φινλανδία, Ολλανδία, Βέλγιο, ΗΠΑ, Καναδάς, Νορβηγία). Συνεπώς, η αντίστοιχη επιλογή του Πελάτη έχει σημασία για την αποτίμηση του κινδύνου αγοράς που αφορά τη συγκεκριμένη επένδυση του.

8. Κίνδυνος ρευστότητας (liquidity risk)
Ο κίνδυνος ρευστότητας είναι χρηματοοικονομικός κίνδυνος και προκαλείται από τυχόν έλλειψη ρευστότητας στην αγορά ως προς ένα ή και περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα. Η µη εκδήλωση ζήτησης και προσφοράς πλήττει την εμπορευσιμότητα των χρηματοπιστωτικών μέσων και τα καθιστά ευάλωτα σε φαινόμενα κερδοσκοπίας και χειραγώγησης, επηρεάζοντας αρνητικά την πιθανότητα επίτευξης «δικαίας τιμής». Ο κίνδυνος ρευστότητας συναντάται κυρίως σε αναδυόμενες αγορές ή αγορές όπου διενεργούνται συναλλαγές μικρού όγκου («ρηχές αγορές»).

9. Λειτουργικός κίνδυνος (operational risk)
Γεννάται λόγω εφαρμογής ανεπαρκών ή αποτυχημένων εσωτερικών διαδικασιών, προσωπικού και πληροφορικών ή   επικοινωνιακών συστημάτων, καθώς και λόγω εξωτερικών παραγόντων, όπως φυσικές καταστροφές ή τρομοκρατικές επιθέσεις, που θέτουν εκτός λειτουργίας τα συστήματα διακανονισμού των συναλλαγών ή μειώνουν την αξία των περιουσιακών στοιχείων που αποτελούν αντικείμενα της συναλλαγής (π.χ. κίνδυνος κατάρρευσης των τεχνικών συστημάτων μιας οργανωμένης αγοράς ή μιας ΕΠΕΥ, κίνδυνος ακατάλληλης διοίκησης μιας εταιρίας µε τίτλους εισηγμένους σε χρηματιστήριο κλπ.). Στον λειτουργικό κίνδυνο εντάσσεται και ο νομικός κίνδυνος.

10. Κανονιστικός και νομικός κίνδυνος (Regulatory and legal risk). Ο εν λόγω κίνδυνος πηγάζει:
     α) Από μεταβολές στο νομικό και κανονιστικό πλαίσιο που διέπει τις αγορές, τις συναλλαγές σε αυτές τις αγορές, τη φορολόγηση των επενδύσεων που διενεργούνται σε µία συγκεκριμένη αγορά. Οι μεταβολές αυτές δύνανται να επηρεάσουν πολλαπλώς τις επενδύσεις.

     β) Από αδυναμία εκτέλεσης συβάσεων λόγω νομικών προβλημάτων κλπ. Τούτο μπορεί να συμβεί επί εσφαλμένης νομικής εκτιμήσεως, αλλά και επί αβεβαιότητας δικαίου, που προκύπτει ιδίως λόγω ασαφών, αόριστων και γενικών νομοθετικών διατάξεων. Έτσι, μπορεί       να κριθούν συμβάσεις ή άλλες συμφωνίες ανίσχυρες, αντίθετα προς την αρχική εκτίμηση των επιχειρήσεων, µε δυσμενέστατες οικονομικές επιπτώσεις στους συμβαλλομένους.

11. Κίνδυνος συστημάτων διαπραγμάτευσης
Το Σύστηµα Διαπραγµάτευσης µέσω του οποίου γίνεται η διαπραγµάτευση στις οργανωµένες αγορές ή στους Πολυµερείς Μηχανισµούς Διαπραγµάτευσης (ΠΜΔ) ή Μηχανισμούς Οργανωμένης Διαπραγμάτευσης υπόκειται στον κίνδυνο της προσωρινής βλάβης ή διακοπής λειτουργίας. Έτσι, όταν καθίσταται ανέφικτη η διαπραγµάτευση για ικανό χρονικό διάστηµα, ενδέχεται να προκληθεί διαταραχή στην οµαλή λειτουργία της αγοράς και βλάβη στα συµφέροντα των επενδυτών, ιδίως στην περίπτωση που κάποιος επενδυτής προσδοκά να κλείσει ανοικτή του θέση.

12. Κίνδυνος διακανονισµού (settlement risk)
Συνιστά ειδική µορφή πιστωτικού κινδύνου και προκύπτει λόγω µη προσήκουσας εκπλήρωσης υποχρεώσεων των αντισυµβαλλοµένων που συµµετέχουν σε συστήµατα πληρωµών και διακανονισµού συναλλαγών επί χρηµατοπιστωτικών µέσων, π.χ. όταν το ένα εκ των συναλλασσόµενων µερών δεν παραδίδει τους τίτλου που έχει πωλήσει και οφείλει να παραδώσει ή, επί αγοράς, όταν δεν καταβάλλει το οφειλόµενο τίµηµα των τίτλων.

13. Κίνδυνος συγκέντρωσης (concentration risk)
Είναι ο κίνδυνος που αναλαµβάνει επενδυτής που επενδύει όλα τα χρηµατικά του διαθέσιµα σε ένα µόνον χρηµατοπιστωτικό µέσο. Βρίσκεται στον αντίποδα της διαφοροποίησης του κινδύνου, όταν ο επενδυτής τοποθετεί τα διαθέσιµά του σε περισσότερα χρηµατοπιστωτικά µέσα και δη διαφορετικών χαρακτηριστικών, που έχουν και στοιχεία παραπληρωµατικότητας.

14. Κίνδυνος αποεπένδυσης (disinvestment risk)
Είναι ο κίνδυνος που αναλαµβάνει επενδυτής που προκύπτει λόγω κωλυμάτων ή περιορισμών όσον αφορά την αποεπένδυση σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ο επενδυτής έχει τοποθετήσει τα διαθέσιμά του, όπως μπορεί να συμβεί, παραδείγματος χάριν, στην περίπτωση των μη ρευστοποιήσιμων χρηματοπιστωτικών μέσων ή των χρηματοπιστωτικών μέσων με πάγια επενδυτική διάρκεια. Σε αυτές τις περιπτώσεις επισέρχονται χρονικοί περιορισμοί για την αποεπένδυση και το χρονικό πλαίσιο πώλησης των συγκεκριμένων ειδών χρηματοπιστωτικών μέσων ορίζεται στα κατά περίπτωση δημοσιοποιημένα ενημερωτικά δελτία των εκδοτών των εν λόγω χρηματοπιστωτικών μέσων.